- τείχος
- Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες και στη Μικρά Ασία στο 6o στρώμα της Τροίας. Τα αρχαιότερα ελληνικά τ. ονομάζονται κυκλώπεια και αποτελούνται από ακατέργαστες πέτρες κολοσσιαίων διαστάσεων. Περισσότερο διαδεδομένο είναι το τ. από πολυγωνικές πέτρες που έφτασε στη μεγαλύτερη ανάπτυξή του τον 5o αι. π.Χ. Η περισσότερο χρησιμοποιούμενη τεχνική της κατασκευής τ. στον αρχαίο κόσμο ήταν η τετραγωνική, η οποία κατασκευαζόταν από παραλληλεπίπεδες πέτρες. Στην Ιταλία υπάρχουν τυπικά ελληνικά δείγματα στα νότια της χώρας, π.χ. στις Συρακούσες, στους Λοκρούς και στον Ακράγαντα, ενώ τα δείγματα ετρουσκικών και ιταλικών τ. που υπάρχουν στην κεντρική Ιταλία (από τον 5o αι. π.Χ. και μετά) παρουσιάζουν τύπους ανάλογους με τους ελληνικούς που έχουν πολυγωνικές ή τετράγωνες πέτρες. Από τον 4o αι. π.Χ. και ύστερα αρχίζει ο ρωμαϊκός αποικισμός και η κατασκευή τ. με όλο και περισσότερο εξελιγμένα τεχνικά και στρατηγικά κριτήρια· γενικά πρόκειται για τετράγωνα κτίσματα και, για τις πόλεις που βρίσκονταν επάνω σε υψώματα από την εποχή της Δημοκρατίας έως τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας, η κατασκευή και η συντήρηση των τ. έχει περισσότερο τιμητικό παρά αμυντικό χαρακτήρα. Τα τ. είναι από τούβλα και παρουσιάζουν πολύ διακοσμημένες πύλες, όπως η Παλατινή του Τορίνου και η Χρυσή της Ραβένα.
Τα τ. των μεσαιωνικών πόλεων δεν διαφέρουν από τα ρωμαϊκά, αλλά είναι πολύ μικρότερος ο αριθμός των περιτειχισμένων πόλεων, εξαιτίας του τεμαχισμού της εξουσίας, ο οποίος μετατόπισε τα κέντρα αντίστασης στα διάφορα κάστρα.
τ. των θρήνων. Ονομασία που δόθηκε σε λαξευμένους ογκόλιθους 2-3 μ. μήκους στην Ιερουσαλήμ, οι οποίοι θεωρούνται ερείπια του ναού του Σολομώντα. Η ονομασία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί Εβραίοι, κάθε Παρασκευή, εκτός από την Παρασκευή της εβδομάδας της Σκηνοπηγίας, πηγαίνουν εκεί και θρηνούν για την απώλεια του ναού του Σολομώντα, ψάλλοντας τον ΟΘ’ ψαλμό.
Το μεγάλο τείχος του Πεκίνο (φωτ. ΑΠΕ).
Τείχη της Αιγκ-Μορτ, στη Νότια Γαλλία (τέλη 13ου αι).
Τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών.
Τμήμα των τειχών των Ρώμης, όπως σώζεται σήμερα.
* * *το / τείχος, ΝΜΑ1. ψηλό, χτιστό οχύρωμα, κατασκευασμένο γύρω από μια πόλη ή γύρω από μια άλλη τοποθεσία ή κατά μήκος τών συνόρων μιας χώρας με σκοπό την προστασία και την εξυπηρέτηση τής άμυνάς της (α. «το τείχος τού Θεοδοσίου» β. «καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον τῆσδε τῆς Βυζαντίδος», Πρόδρ.γ. «τὰ τείχη Ἱεριχώ», ΚΔ.δ. «Ἰλιόφι κλυτὰ τείχεα», Ομ. Ιλ.)2. μτφ. προστασία (α. «πρεσβεία θερμὴ καὶ τεῑχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους πηγή... Θεοτόκε», Παρ. Καν.β. «τεῑχος ἰσχυρὸν τὴν Ἀνδρονίκου ψυχὴν ἡγούμενος», Λιβάν.γ. «ἐγὼ ἔσομαι αὐτῇ τεῑχος πυρὸς κυκλόθεν», ΠΔ)3. αδιαπέραστος φραγμός, αξεπέραστο εμπόδιο (α. «μεγάλα κι αψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη»Καβάφ.β. «τὸ πεπρωμένον οὐ πῡρ, οὐ σιδηροῡν σχήσει τεῑχος», Πλούτ.)4. φρ. α) «μακρά τείχη» — τα τείχη που ένωναν την πόλη τής Αθήνας τού 5ου αιώνα με τον Πειραιά και το Φάληροβ) «μακρόν τείχος» — ο μεταξύ τών μακρών τειχών χώροςνεοελλ.φρ. α) «Σινικό τείχος» ή «Μέγα Τείχος» — βλ. σινικόςβ) «το τείχος τών θρήνων [ή τών δακρύων]» — σειρά ογκολίθων τού δυτικού τείχους τού ναού τού Σολομώντος, ιερός τόπος τών Ισραηλιτώναρχ.1. οχυρωμένος τόπος, φρούριο, κάστρο («παρέλαβε τὸ τεῑχος ἐν Μέμφι», Ηρόδ.)2. συνεκδ. περιτειχισμένη, οχυρωμένη πόλη, κάστρο3. (κατ' επέκτ.) τοίχος ναού ή οικοδομήματος4. φρ. α) «τειχέων κιθῶνες» — σειρά από τείχη (Ηρόδ.)β) «ξύλινον τεῑχος» μτφ. i) τα πλοίαii) η νεκρική πυρά (Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τεῖχος ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *dheiĝh- (πρβλ. θιγγάνω / θίγω*, λατ. tingo) με αρχική σημ. «πλάθω από πηλό», από την οποία προέρχονται οι σημ. «συσσωρεύω χώμα, κτίζω τοίχο από χώμα ή πηλό, πλάθω αγγεία» και αντιστοιχεί με το οσκικό feihuss «τείχη». Από την ετεροιωμένη βαθμίδα *dhoigho- τής ίδιας ρίζας έχει σχηματιστεί ο τ. τοῖχος (για το ζεύγος τεῖχος: τοῖχος, πρβλ. γένος: γόνος, τέκος: τόκος), ο οποίος διαφέρει σημασιολογικά από τη λ. τεῖχος και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. dehī «τοίχος», γοτθ. daigs «ζυμάρι, πάστα».ΠΑΡ. τειχίζω, τειχίο(ν)αρχ.τειχάριον, τειχήεις, τειχήρης, τειχητός, τειχικός, τειχιόεις, τειχύδριον, τειχώ, τείχωμα, τειχωτόςμσν.τειχεώτης, τειχίδιον.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) τειχομαχώ, τειχοποιός, τειχοσκοπίααρχ.τειχεσιπλήτης, τειχοδόμος, τειχοκαταλύτης, τειχοκρατώ, τειχολέτις, τειχομελής, τειχοσεισμοποιόςαρχ.-μσν.τειχοφύλαξμσν.τειχεσιπλήκτης, τειχοκρουστώ, τειχόπυργος, τειχοσείστης, τειχουργία. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιτειχής, δυωδεκατειχής, επτατειχής, ευτειχής, λινοτειχής, μελαντειχής, χαλκοτειχής].
Dictionary of Greek. 2013.